-
1 νοσέω
A to be sick, ail, whether in body or mind, Hdt.1.105, etc.; τῆς πόλεως.. οὔπω νενοσηκυίας not yet having suffered from the plague, Th. 2.31; diseased,Arist.
HA 521a18;νόσῳ ν. A.Pr. 386
: c. acc. cogn.,νοῦσον νοσεῖν Hdt.3.33
, cf. E.Andr. 220;τελευταίαν νόσον ν. Antipho 1.30
;τι τῶν ἀπορρήτων κακῶν E.Hipp. 293
: c. acc. partis,νοσεῖν κῶλον S.Ph.41
;ν. ὀφθαλμούς Pl.Grg. 496a
; , etc.; τὸ νοσοῦν, = νόσος, S.Ph. 675, Pl.Smp. 186b: freq. in [tense] aor. νοσῆσαι, fall sick, Hdt.1.19, Th.1.138, Arist.Rh. 1392a11, Luc. Macr.22, etc.; of things,γῆ νοσεῖ X.Ath.2.6
; of plants, Thphr.CP5.9.9:—[voice] Pass., ἡμέραι αἱ νοσούμεναι days on which one is ill, Hp.Septim. 7.2 of passion,ν. μάταν
to be mad,S.
Aj. 635 (lyr.); θολερῷ χειμῶνι νοσήσας ib. 207 (anap.);ἐξ ἀλαστόρων ν. Id.Tr. 1235
; νοσῶν alone, opp. σώφρων, ib. 435;ν. τὰς φρένας Cratin.329
; ν. περὶ δόξαν to have a morbid craving for fame, Plu.2.546f;ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος Men.Mon. 550
.3 generally, suffer,νοσεῖ τὰ τῶν θεῶν E.Tr.27
; ; ;πονηρίᾳ X.Mem.3.5.18
; ἐκεῖ νοσοῦμεν ὅτι .. E.Hel. 581: c. acc. cogn.,τόδ' ἄλγος S.Ph. 1326
; esp. of states, suffer from faction and the like ,ἡ Μίλητος νοσήσασα στάσι Hdt.5.28
;νοσεῖ πόλις S.Ant. 1015
, cf. Pl. Mx. 243e;νοσοῦσι καὶ τεταραγμένοις D.2.14
;νοσοῦντας ἐν αὑτοῖς Id.9.50
; ἀπόλωλε καὶ νενόσηκεν ἡ Ἑλλάς ib.39;αἱ δὲ πόλεις ἐνόσουν Id.18.45
;τὰ πράγματα νοσοῦντα Arist.Ath.6.4
;νοσῶν γάμος Ael. NA8.20
. -
2 κοινωνέω
Aκεκοινώνηκα Id.Phdr. 246d
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. κοινωνήσομαι (v. infr.): [tense] pf.κεκοινώνημαι Id.Lg. 801e
:— have or do in common with, share, take part in a thing with another, c. gen. rei et dat. pers., τῆς πολιτείας κ. τινί ib. 753a; κ. πόνων καὶ κινδύνων ἀλλήλοις ib. 686a, cf. X.HG2.4.21; κ. αὐτοῖς ὧν ἔπραττον ib.6.3.1;σιτήσεώς τισι Din.1.101
: also in act. sense, give a share of..,βρωτοῦ μηδενὸς μηδένα τούτῳ κ. D.25.61
; τὰ περὶ τὰς κτήσεις τοῖς συσσιτίοις ὁ νομοθέτης ἐκοινώνησε (v.l. ἐκοίνωσε) Arist.Pol. 1264a1;πυρὸς ἢ ὕδατος κ. Luc.Alex.46
;πάντων ἐκοινώνει μοι τῶν ἀπορρήτων Id.Philops.34
.2 κ. τινός have a share of, take part in a thing, ; ; ; ; ; ;σίτου καὶ ποτοῦ X. Mem.2.6.22
;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1268a18
, etc.; τῶν αὐτῶν κ. πάντων share all things in common, ib. 1257a22; (Cos, iv/iii B.C.);θυσίας Inscr.Magn.44.19
(Decr. Corc.); ἦθος παιδείας κεκοινωνηκός Aristeas 290;φύσεως κεκοινώνηκε σαρκίνης Phld.Sign. 27
; πάθους, of infection, Gal.12.312.b of partnership in business, BGU969.13 (ii A.D.), etc.3 κ. τινί go shares with, have dealings with a man, Ar.V. 692, Av. 653, Pl.R. 343d, etc.; also of things, κοινωνεῖν μὲν ἡγοῦμαι καὶ τοῦτο τοῖς πεπολιτευμένοις I think that this also is concerned with my public measures, D.18.58; στολὴν φοινικίδα.. ἥκιστα.. γυναικείᾳ κ. has least in common with.., X.Lac.11.3;οὐδὲν τραγῳδίᾳ κ. Arist.Po. 1453b10
, cf. SE 179b16: Medic., sympathize, of bodily parts, Hp.Mul.1.38:—[voice] Pass., ἐγκώμια κεκοινωνημένα εὐχαῖς united with.., Pl.Lg. 801e.4 with Preps.,φύσις ἡ θήλεια τῇ τοῦ ἄρρενος γένους κ. εἰς ἅπαντα Id.R. 453a
;κ. περί τινος Plb.31.18.6
.5 c.acc.cogn.,κ. κοινωνίαν τινί Pl.Lg. 881e
;κ. ἴσα πάντα τοῖς ἀνδράσι Id.R. 540c
: rarely c. acc. rei, κ. φόνον τινί commit murder in common with him, E.El. 1048.6 abs., share in an opinion, agree,σκόπει.., πότερον κοινωνεῖς καὶ ξυνδοκεῖ σοι Pl.Cri. 49d
.II of sexual intercourse, κ. γυναικί, ἀνδρί, Pl.Lg. 784e, Luc.DDeor.1.2, 10.2, PFlor.36.6 (iv A.D.):—[voice] Pass.,ὑπὸ μηδενός ποτε κοινωνήσεται εἰ μὴ ὑπὸ σοῦ μόνου PMag.Osl.1.293
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνέω
См. также в других словарях:
συγκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. εγκαθιστώ κάτι κάπου μαζί με άλλους («ὑπολειφθεὶς κατέπλευσεν εἰς Πειραιᾱ μόνος καὶ οὐ συγκατέστησε τὸν στόλον μετὰ τῶν ἄλλων τριηραρχῶν», Δημοσθ.) 2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («τόν δε τὸν Διὸς φίλον τὸν ξυγκαταστήσαντα τὴν τυραννίδα»,… … Dictionary of Greek